- ετυμολογώ
- -ησα, -ήθηκα, -ημένος, ζητώ και βρίσκω την ετυμολογία λέξης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ετυμολογώ — ετυμολογώ, ετυμολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ετυμολογώ — (ΑΜ ἐτυμολογῶ, έω) [ετυμολόγος] αναλύω μια λέξη και βρίσκω την ετυμολογία της («Πλάτων δ ἐν κρατύλῳ ἐτυμολογῶν τὸν οἶνον οἰόνουν αὐτόν φησιν εἶναι», Αθήν.) συνάγω, συμπεραίνω κάτι από την ετυμολογία … Dictionary of Greek
ἐτυμολογῶ — ἐτυμολογέω argue from etymology pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐτυμολογέω argue from etymology pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετυμολογώ — έω, Μ [ἐτυμολογῶ] μαζί με άλλον έτυμολογώ, βρίσκω τη ρίζα και την αρχική σημασία μιας λέξης … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
έτυμος — η, ο (Α ἔτυμος, ον και ἔτυμος, ύμη, ον) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν) η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα αρχ. αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» αληθινή διήγηση, Στησίχ.) επίρρ... ἐτύμως… … Dictionary of Greek
ετυμηγορώ — ἐτυμηγορῶ έω, (Α) [ετυμηγόρος] 1. λέω την αλήθεια 2. ετυμολογώ, παράγω («ἐτυμηγορῶ ἀπὸ αἰτίας ὄvoμα», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… … Dictionary of Greek
ετυμολόγημα — το η ετυμολογία μιας λέξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek
μεταγλωττώ — μεταγλωττῶ (Μ) 1. μεταγλωττίζω 2. ετυμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω, κατά τα συνηρημένα ρήματα] … Dictionary of Greek